- Σατορνάλια
- τὰ, Αβλ. Σατουρνάλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σατορνάλια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατορναλίοις — Σατορνάλια neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… … Dictionary of Greek